καλοκοπῆσαι

καλοκοπῆσαι
καλοκοπέω
cut wood
aor inf act

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καλοκοπώ — καλοκοπώ, εω, (Α) (κατά τον Ησύχ.) «καλοκοπῆσαι ξυλοκοπῆσαι ἢ σχοινοκοπῆσαι»· [ΕΤΥΜΟΛ. < κᾶλον, το «ξύλο» ή < κάλως, ὁ «χοντρό σχοινί» + κοπῶ (< κοπος < κόπτω), πρβλ. δενδρο κοπώ, υλο κοπώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”